- Τριταίη
- Τριταίευςmasc nom/voc/acc dualΤριταίευςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριταίη — τριτάω when three days old pres opt act 3rd sg τριταί̱η , τριταῖος on the third day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίῃ — Τρίταια fem dat sg (epic ionic) Τριταίηι , Τριταίευς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταίῃ — τριταί̱ῃ , τριταῖος on the third day fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταίος — α, ο / τριταῑος, αία ον, ΝΜΑ, θηλ. και αίη, Α φρ. «τριταίος πυρετός» ή απλώς «ο τριταίος» πυρετός που επανέρχεται κάθε τρίτη μέρα, με μεσοδιάστημα απυρεξίας 24 ωρών, χαρακτηριστικός για την ελονοσία αρχ. 1. αυτός που γίνεται, διεξάγεται ή… … Dictionary of Greek